φιλακροάμων

φιλακροάμων
-ον, ΜΑ
φιλακροατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἀκροάομαι, -ῶμαι «ακούω» + κατάλ. -μων (πρβλ. νοή-μων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • ԼՍԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 1 0905 Chronological Sequence: 7c, 8c ա. φιλακρόαμων qui acromatis delectatur. որ սիրէ լսել բանս կարեւորս. բանասէր ուսումնասէր. *ասասցէ ոք ʼի հարցասիրաց եւ ʼի լսասիրաց. Յհ. իմ. ատ.: *Նախ զայս գիտասցես քաջդ բանասիրաց, եւ լսասէր.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”